κωμικοτραγικός

κωμικοτραγικός
η , ό[ν] трагикомический, трагикомичный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κωμικοτραγικός" в других словарях:

  • κωμικοτραγικός — ή, ό αυτός που προξενεί γέλιο και θλίψη, κωμικός και τραγικός ταυτόχρονα. επίρρ... κωμικοτραγικώς και ά φαιδρά και λυπηρά συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμικός + τραγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • κωμικοτραγικός — ή, ό ο αστείος και λυπηρός συνάμα: Ήταν ένα κωμικοτραγικό θέαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραγικοκωμικός — ή, ό, Ν τραγικός και κωμικός ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγικός + κωμικός κατ αντιστροφή τού κωμικοτραγικός] …   Dictionary of Greek

  • τραγικοκωμικός — ή, ό τραγικός μαζί και κωμικός, κωμικοτραγικός: Έχει κλαυσίγελο το τραγικοκωμικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»